- αξιοδάκρυτος
- -η, -οεπίρρ. -α άξιος για δάκρυα, αξιοθρήνητος: Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται είναι αξιοδάκρυτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀξιοδάκρυτος — worthy of tears masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αξιοδάκρυτος — η, ο (AM ἀξιοδάκρυτος, ον) άξιος δακρύων, άξιος για κλάματα, αξιολύπητος … Dictionary of Greek
άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… … Dictionary of Greek
ευδάκρυτος — εὐδάκρυτος, ον (Α) αξιοθρήνητος, αξιοδάκρυτος («οὐχ ἦσσον εὐδάκρυτά μοι λέγεις τάδε», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
πανδάκρυτος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που συνοδεύεται από μεγάλη ροή δακρύων («πανδάκρυτ ὀδύρμητα», Σοφ.) 2. πολύ δυστυχισμένος, αξιοδάκρυτος («πανδάκρυτ ἐφαμέρων ἔθνη πολύπονα», Ευρ?). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δάκρυτος (< δακρύω), πρβλ. νεο δάκρυτος] … Dictionary of Greek
τραγικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με την τραγωδία, δραματικός: Τραγική ποίηση. 2. αυτός που προκαλεί τη λύπη, συνταραχτικός, αξιοδάκρυτος: Τραγικά γεγονότα. 3. το αρσ. ως ουσ., τραγικός ο ποιητής τραγωδιών, ο τραγικός ποιητής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)